Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Ο ΕΠΑΙΝΟΣ

Πριν από 50 χρόνια και πλέον, ο ψυχολόγος Καρλ Ρότζερς είπε ότι το να αγαπάμε απλώς τα παιδιά μας δεν είναι αρκετό. Και τόνισε ότι πρέπει να τα αγαπάμε άνευ όρων γι΄ αυτό που είναι, όχι γι΄ αυτό που κάνουν.
Ως πατέρας ξέρω ότι αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα, που μάλιστα σήμερα αμφισβητείται από συμβουλές για το αντίθετο: για το πώς να γίνουμε «γονείς υπό όρους», πώς να αυξάνουμε τη στοργή όταν το παιδί είναι «καλό» και να την περιορίζουμε όταν δεν είναι.
Έτσι ο παρουσιαστής τοκ-σόου Φιλ Μακγκρό μας λέει στο βιβλίο του «Family First» («Πρώτα η οικογένεια», Free Ρress, 2004) ότι πρέπει να προσφέρουμε με φειδώ στα παιδιά αυτά που χρειάζονται ή με τα οποία χαίρονται, να τα μετατρέπουμε σε επιβραβεύσεις που θα τους προσφέρουμε ή θα τους αρνούμαστε ώστε να «συμπεριφέρονται σύμφωνα με τις επιθυμίες μας». Και «ένα από τα πιο ισχυρά νομίσματα για ένα παιδί», προσθέτει, «είναι η αποδοχή και η έγκριση των γονιών του».
Σύμφωνα με τους «Νιου Γιορκ Τάιμς», με τον τρόπο αυτό τα παιδιά διδάσκονται ότι τα αγαπούν και ότι είναι αξιαγάπητα μόνον όταν κάνουν οτιδήποτε αποφασίζουμε εμείς ότι είναι καλό. Ο έπαινος γίνεται άλλη μία μέθοδος ελέγχου, ανάλογη της τιμωρίας. Με τη στάση αυτή, είχε προειδοποιήσει ο Ρότζερς, τα παιδιά μπορεί να χρειαστούν κάποια στιγμή ψυχαναλυτή για να τους δώσει την άνευ όρων αποδοχή, την οποία δεν βρήκαν όταν ήταν σημαντικό να βρουν. Είχε άραγε δίκιο ο Ρότζερς; Ας δούμε τα δεδομένα.
Το 2004, δύο Ισραηλινοί ερευνητές, οι Αβί Ασόρ και Γκάι Ροθ, μαζί με τον Αμερικανό ψυχολόγο Έντουαρντ Ντέτσι, ρώτησαν περισσότερους από 100 φοιτητές αν η αγάπη που είχαν δεχθεί από τους γονείς τους φαινόταν να εξαρτάται από αν πετύχαιναν στο σχολείο, αν προπονούνταν πολύ στα σπορ, αν νοιάζονταν τους άλλους ή αν κατέπνιγαν αισθήματα όπως ο θυμός και ο φόβος. Αποδείχθηκε ότι τα παιδιά που δέχονταν αυτήν την υπό όρους αγάπη ήταν πιθανότερο να ενεργούν όπως ήθελαν οι γονείς.
Όμως το τίμημα ήταν βαρύ. Πρώτον, τα παιδιά αυτά είχαν την τάση να δυσανασχετούν με τους γονείς τους και να τους αντιπαθούν. Δεύτερον, είχαν την τάση να λένε ότι ο τρόπος που ενεργούν οφείλεται περισσότερο σε μια «ισχυρή εσωτερική πίεση», παρά στην αίσθηση ότι επιλέγουν πραγματικά. Επιπλέον, η ευτυχία τους έπειτα από μια επιτυχία ήταν συνήθως σύντομης διάρκειας και συχνά αισθάνονταν ενοχή ή ντροπή. Φέτος τον Ιούλιο, οι ίδιοι ερευνητές, επανέλαβαν την έρευνα του 2004 επεκτείνοντάς την.
Διαπιστώθηκε ότι η γονική «αγάπη υπό όρους» είτε δημιουργεί στα παιδιά ανθυγιεινά αισθήματα «εσωτερικού καταναγκασμού» είτε αυξάνει τα αρνητικά αισθήματα των εφήβων για τους γονείς τους. Αυτό που μας λένε οι μελέτες είναι ότι το να επαινούμε τα παιδιά επειδή έκαναν κάτι σωστό δεν αντισταθμίζει τα αρνητικά συναισθήματα που τους δημιουργούνται όταν παίρνουμε πίσω την αγάπη μας ή τα τιμωρούμε επειδή κάνουν κάτι λάθος. Και τα δύο είναι παραδείγματα γονικής αγάπης υπό όρους και είναι αμφότερα αντιπαραγωγικά.
Οι περισσότεροι γονείς θα διαμαρτύρονταν λέγοντας ότι φυσικά και αγαπούν τα παιδιά τους άνευ όρων. Όμως αυτό που μετράει είναι πώς φαίνονται τα πράγματα από την πλευρά των παιδιών – αν αισθάνονται ή όχι ότι τα αγαπούν εξίσου όταν τα κάνουν θάλασσα ή όταν δεν τα καταφέρνουν. Ο Άλφι Κον έχει γράψει 11 βιβλία για την ανθρώπινη συμπεριφορά και την εκπαίδευση, ανάμεσα στα οποία τα «Unconditional Ρarenting» (Γονείς άνευ όρων) και «Ρunished by Rewards» (Τιμωρία με επιβράβευση).
Με μια ματιά
Τι δείχνουν οι έρευνες για τα παιδιά που δέχονται αγάπη «υπό όρους» από τους γονείς τους:
ΕΙΝΑΙ ΠΙΘΑΝΟΤΕΡΟ να ενεργούν όπως θέλουν οι γονείς
ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΤΑΣΗ να δυσανασχετούν με τους γονείς τους και να τους αντιπαθούν
ΑΙΣΘΑΝΟΝΤΑΙ πως ο τρόπος που ενεργούν οφείλεται σε μια «ισχυρή εσωτερική πίεση»
Η ΕΥΤΥΧΙΑ που αισθάνονται έπειτα από μια επιτυχία είναι συνήθως σύντομης διάρκειας
ΑΙΣΘΑΝΟΝΤΑΙ συχνά ενοχή ή ντροπή
Ο ΕΠΑΙΝΟΣ του παιδιού επειδή έκανε κάτι «σωστό» δεν αντισταθμίζει την τιμωρία του γιατί έκανε κάτι «λάθος»
ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ είναι πώς φαίνονται τα πράγματα από την πλευρά του παιδιούαν αισθάνεται ή όχι ότι το αγαπούν εξίσου όταν τα κάνει θάλασσα ή δεν τα καταφέρνει.

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Επιστήμονας η καλλιτέχνης;



Υπάρχουν δύο τρόποι να φτιάξεις έναν αθλητή του Optimist: τον μετατρέπεις σε επιστήμονα ή σε καλλιτέχνη. Αν πρέπει να δώσουμε ένα σύντομο ορισμό για τις δύο κατηγορίες αθλητών, τότε επιστήμονα στο εξής θα καλούμε τον ιστιοπλόο που λειτουργεί με βάση τη λογική και τις μετρήσεις. Συγκεκριμένα για τις μετρήσεις, δεν τις εφαρμόζει αν πρώτα δεν αποδείξει ο ίδιος ότι είναι σωστές. Αυτές αφορούν στα πάντα, από το αρχείο που κρατά για την απόδοσή του μέχρι τα υλικά που χρησιμοποιεί σε κάθε αγώνα, τις καιρικές συνθήκες και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε.
Από την άλλη μεριά, καλλιτέχνη μπορούμε να αποκαλούμε τον ιστιοπλόο που λειτουργεί με βάση την αίσθηση αλλά και το συναίσθημά του. Αίσθηση για την ταχύτητα του σκάφους ανά πάσα χρονική στιγμή και συναίσθημα σε ό,τι αφορά τη δική του πορεία προς την επιτυχία. Συχνά του είναι αδύνατο να εξηγήσει ακόμη και στον εαυτό του το λόγο που προβαίνει σε διάφορες ενέργειες, αλλά το αποτέλεσμα είναι σχεδόν πάντα θετικό.
Η ροπή ενός αθλητή προς το πρότυπο του καλλιτέχνη ή του επιστήμονα καθορίζεται από αρκετούς παράγοντες που ίσως να μην περιμένει κανείς. Η εθνικότητά του –και κατά συνέπεια ο τρόπος σκέψης του- είναι ένας από αυτούς, η θερμοκρασία του περιβάλλοντος στο οποίο προπονείται είναι ένας άλλος και το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας του εν γένει είναι ένας τρίτος. Φυσικά, ακόμη πιο σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι κατά καιρούς προπονητές του και η οικογένειά του.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι σε χώρες που οι λαοί τους χαρακτηρίζονται από έντονο ταμπεραμέντο, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία, η Τουρκία, η Αργεντινή κ.α., μπορούμε εύκολα να βρούμε ή και να δημιουργήσουμε καλλιτέχνες. Καλλιτέχνες ήταν οι ίδιοι οι δάσκαλοι και οι καθηγητές μας στο σχολείο, οι οποίοι δε μας ζητούσαν να εμβαθύνουμε σε έρευνες πάνω στο αντικείμενο διδασκαλίας, αλλά τους αρκούσε η απλή αποστήθιση του μαθήματος. Η κατάσταση δυσκολεύει όταν η οικογένεια προτρέπει το παιδί να ακολουθεί τυφλά τις οδηγίες ενός τέτοιου δασκάλου, καθηγητή ή –στην περίπτωσή μας- προπονητή, οπότε το να συναντήσει κανείς Έλληνα ιστιοπλόο με τα χαρακτηριστικά του επιστήμονα αθλητή είναι εξαιρετικά δύσκολο. Αντίθετα, οι Έλληνες ιστιοπλόοι γράφουν πολλές ώρες στη θάλασσα, βοηθούμενοι και από τις καιρικές συνθήκες και αναπτύσσουν σε μεγάλο βαθμό την αίσθηση, άρα ρέπουν προς τον καλλιτέχνη.
Από την άλλη μεριά, υπάρχει το βορειοευρωπαϊκό παράδειγμα όπως αυτό των Άγγλων, των Γερμανών, των Δανών κλπ, που δεν αφήνουν τίποτα στην τύχη και χωρίς αποδείξεις. Αυτή η προσήλωση στη σχέση αιτίας και αιτιατού τους κάνει να πάσχουν εντελώς από καλλιτεχνική αίσθηση, μιλώντας πάντα για αθλητές του Optimist και ηλικίες ως 15 ετών.
Αν πρέπει να μιλήσουμε με αριθμούς, θα έλεγα ότι ο συνδυασμός καλλιτέχνη και επιστήμονα σε ποσοστό 60%-40% πλησιάζει το ιδανικό. Αν είσαι μεσόγειος, το 60% καλλιτέχνη είναι, φυσικά, πιο εφικτό ενώ, αν είσαι βορειοευρωπαίος, ισχύει το ανάποδο που, και πάλι, είναι μια χαρά. Εννοείται, ότι εξαιρέσεις δεν μπορούν να αποκλειστούν.
Η κρίσιμη χρονική στιγμή που διαμορφώνει έναν αθλητή σε καλλιτέχνη ή επιστήμονα είναι η τελευταία χρονιά στην κατηγορία του Optimist, όπου το μυαλό του είναι στην πιο ώριμη δυνατή στιγμή –για τη συγκεκριμένη κατηγορία πάντα- και το καλό αποτέλεσμα είναι πιο πιθανό από ποτέ. Στη χρονική αυτή περίοδο, λοιπόν, κερδίζουν συνήθως οι καλλιτέχνες. Ειδικά σε μεγάλους διεθνείς αγώνες, που διοργανώνονται σε ζεστά κλίματα και, συνήθως, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ο επιστήμονας παίρνει τα μολύβια και τα χαρτιά του για να εξηγήσει την αποτυχία, χωρίς να το μπορεί.
Η εκδίκηση του επιστήμονα έρχεται την αμέσως επόμενη χρονιά και, συχνά, διαρκεί για πάντα. Στις πιο μεγάλες κατηγορίες όλα αποκτούν λογική εξήγηση πιο εύκολα για τον επιστήμονα και είναι πιο απλό γι’ αυτόν να συνδέσει τα κομμάτια του δύσκολου παζλ που λέγεται ιστιοπλοΐα. Κάπου εκεί ξεκινά και η... κατάθλιψη του καλλιτέχνη, ο οποίος αρχίζει να ανακαλύπτει ότι η καθημερινή προπόνηση και η πολύτιμη αίσθησή του χρειάζονται φυσική και μαθηματικά για να αποδώσουν καρπούς. Κι αυτός, δυστυχώς, τα παράτησε όλα για χάρη των ωρών στη θάλασσα.
Η αδικία για τον καλλιτέχνη είναι ότι ο επιστήμονας μπορεί να καλλιεργήσει την αίσθηση που θα του δώσει το επιθυμητό «καλλιτεχνικό ποστοστό» που αναφέραμε πιο πάνω, αν βρει χρόνο να προπονηθεί σε καλά κλίματα και γράψει ώρες στη θάλασσα. Ο Γολγοθάς που πρέπει, από την άλλη μεριά, να ανέβει ο καλλιτέχνης είναι πιο δύσκολος, γιατί η ηλικία αποτελεί τροχοπέδη στην εξέλιξη της επιστημονικής πλευράς. Αναγκαστικά, λοιπόν, βρίσκει διαφυγή στην προπόνηση, που τον κλείνει ακόμη περισσότερο στον... καλλιτεχνικό του κόσμο.
Πιστεύω ότι είναι στο χέρι μας να αλλάξουμε αυτόν τον φαύλο κύκλο και να ισορροπήσουμε τη ζυγαριά ανάμεσα στην καλλιτεχνική και την επιστημονική φύση των αθλητών που παράγουμε. Ξέρουμε, όμως τι πρέπει να αλλάξουμε για να το πετύχουμε;

Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κι εμείς καλλιτέχνες είμαστε...